Friday, July 25, 2008

…ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ!


Είναι ένα καλοκαιρινό βράδυ Σαββάτου, εκεί γύρω στις 8. Ο μπαμπάς Βασίλης παρακολουθεί τις ειδήσεις στην τηλεόραση, ενώ η μαμά Κατερίνα ετοιμάζει το φαγητό στην κουζίνα. Ο εξάχρονος Μιχάλης καταβαίνει την εσωτερική σκάλα με προσοχή και πλησιάζει με σοβαρό ύφος τον Βασίλη.
- Μπαμπά, θέλω να σου πω κάτι.
-
Τι είναι αγόρι μου; Σε ακούω.

Ο Βασίλης κλείνει αμέσως την τηλεόραση από το τηλεκοντρόλ και γυρνάει προς το μέρος του μικρού Μιχάλη.

- Μπαμπά, έχω βαρεθεί τη ζωή μου εδώ μέσα…(σιωπή)…θέλω να πάω διακοπές…μόνος μου.

Η Κατερίνα που ψιλοάκουγε από την κουζίνα πλησίασε προς το μέρος τους.
- Άκουσα καλά Μιχάλη, θέλεις να πας μόνος σου διακοπές;
- Ναι μαμά.
- Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; Το σκέφτηκες καλά;
- Ναι μαμά.

Ο Βασίλης κοιτάζει κλεφτά την Κατερίνα και με γρήγορες ματιές αποφασίζουν να δεχτούν το αίτημα του γιου τους.

- Εντάξει, λοιπόν, αφού το θέλεις τόσο πολύ μπορείς να πας. Ανέβα πάνω να ετοιμάσεις τη βαλίτσα με τα πράγματά σου, όσο εγώ θα σου ετοιμάζω μερικά σάντουιτς για το δρόμο.

Έτσι, ο Μιχάλης ανέβηκε τρέχοντας αυτή τη φορά τη σκάλα και γεμάτος χαρά άρχισε να διαλέγει τα πράγματα που θα έπαιρνε. Σκαρφάλωσε στην καρέκλα και πατώντας σχεδόν στις μύτες των ποδιών κατάφερε να κατεβάσει τη βαλίτσα του. Την άνοιξε και άρχισε να πετάει μέσα ότι έβρισκε μπροστά του. Αφού τη γέμισε με παιχνίδια και ρούχα, ξεκίνησε να τη σέρνει στα σκαλιά. Ο Βασίλης και η Κατερίνα τον περίμεναν ήδη στο σαλόνι που οδηγούσε προς την εξώπορτα.
- Είσαι έτοιμος;
- Ναι μπαμπά.
- Έλα να σου βάλω στη βαλίτσα και τα σάντουιτς που σου ετοίμασα.
- Ευχαριστώ μαμά.
- Α ναι, παραλίγο να το ξεχάσω. Μήπως χρειάζεσαι να σου δώσω χρήματα;
- …(χρήματα, βέβαια, πώς δεν το είχε σκεφτεί)…ναι μπαμπά, θέλω, σ’ ευχαριστώ.
- Πόσα θέλεις να σου δώσω;
- …(σκέψη)…10 ευρώ.
- Εντάξει. Για να δω…ορίστε 10 ευρώ.
Ο Μιχάλης έσφιξε μέσα στην παλάμη του το χερούλι από τη βαλίτσα και ξεκίνησε να φύγει. Αφού αποχαιρετιστήκανε, ο Βασίλης άνοιξε την πόρτα και ο μικρός Μιχάλης κατέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού. Η πόρτα πίσω του έκλεισε και εκείνος έμεινε μόνος του στο σκοτάδι. Την ίδια στιγμή η Κατερίνα και ο Βασίλης πήραν θέση μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο.
- Πόσο λες να κρατήσουν οι διακοπές του;
- Πάω στοίχημα ότι σε λίγα λεπτά θα απολαμβάνει ξανά τα παιχνίδια στο δωμάτιό του.
- Από μικρός φαινότανε «επαναστάτης».
- Δεν ξέρω Κατερίνα αλλά τούτος εδώ ο νεαρός μου θυμίζει τα νιάτα μου. Πόσες φορές δεν το ‘σκαγα από το σπίτι για να βρω την ελευθερία μου; Οι γονείς μου ανησυχούσαν πολύ. Πάντα όμως γυρνούσα πίσω μετανιωμένος και με μεγαλύτερη αγάπη γι’ αυτούς.

Στον κήπο, ο Μιχάλης είχε κάνει ήδη διστακτικά λίγα βήματα μπροστά και καθόταν τώρα επάνω σε ένα τσιμεντένιο τοιχάκι. Αφήνοντας κάτω τη βαλίτσα του, κοίταξε τον σκοτεινό και άδειο δρόμο, έβαλε το προσωπάκι του μέσα στις παλάμες και ξέσπασε σε κλάματα. Τη στιγμή εκείνη αισθάνθηκε ένα χέρι να τον ακουμπάει στην πλάτη. Πάγωσε! Γύρισε φοβισμένος και … με έναν αναστεναγμό ανακούφισης σκαρφάλωσε στην αγκαλιά των γονιών του. Δεν βγήκε από ‘κεί παρά μόνο όταν έπρεπε να πάει για ύπνο.

Η αδελφή του η Μαρίνα, που ήταν μόλις τριών ετών, δεν είχε καταλάβει το παραμικρό. Μόλις η Κατερίνα έσβησε το φως και τους καληνύχτισε, ο Μιχάλης σηκώθηκε αργά αργά από το κρεβάτι και πλησίασε την αδερφή του.
-
Σου υπόσχομαι πως κάποια μέρα θα σε πάρω και θα πάμε μαζί διακοπές…μόνοι μας.

Της έδωσε ένα φιλί και επέστρεψε στο κρεβάτι του. Δεν έβλεπε την ώρα να κοιμηθεί. Ήθελε βλέπετε να ονειρευτεί τις μελλοντικές διακοπές τους.

Υ.Γ. Ευχαριστώ πολύ τον Φ. για την ιδέα της καλοκαιρινής αυτής ιστορίας.