Tuesday, December 16, 2008

"Για πάντα μαζί..."

Ο Στέφανος γέμισε το ποτήρι με ουίσκι, πρόσθεσε από την κατάψυξη δύο παγάκια και έσυρε τα βήματά του μέχρι τη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα που κοσμούσε το ευρύχωρο σαλόνι του. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε 1 τα ξημερώματα και ανταπέδωσε την κλεφτή ματιά που του έριξε το «αφεντικό» του. Ο άνθρωπος τελικά είναι ο μεγαλύτερος δυνάστης, σκέφτηκε και συνέχισε να κυνηγάει τα δευτερόλεπτα. Ο Στέφανος κάθισε αναπαυτικά, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του το ποτό, ως λάφυρο. Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά. Τότε ήταν που ξεκίνησαν οι θύμησες να σπρώχνουν η μία την άλλη και να βιάζονται να βγουν στην επιφάνεια. Απόψε ήταν ένα από αυτά τα βράδια που η πουτάνα η καρδιά αρχίζει να καίει τόσο πολύ…και πάνω που λες «την πάγωσα», εκείνη αρχίζει και πάλι, χωρίς αιτία και αφορμή…μόνο ένα κοίταγμα…ένα χαμόγελο!
Κράτησε με το ένα χέρι το ποτό του και με το άλλο άνοιξε το πορτάκι του κινητού του. Πήγε στα εισερχόμενα μηνύματα και πάτησε πάνω στο όνομα «Το μωρό μου». Η οθόνη αναβόσβησε και φάνηκε το μήνυμα που του είχε στείλει η Νάντια πριν ένα χρόνο περίπου. Τα είχαν χαλάσει και μετά από τηλεφώνημα του Στέφανου τα ξαναβρήκαν. Η Νάντια του απάντησε στο μήνυμα: «Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που έκανες τώρα. Είσαι γλύκα. Μου ‘δωσες πίσω τη ζωή που μου πήρες όταν μου είπες ότι θέλεις να χωρίσουμε. Μπορώ και πάλι να γελάω. Κοίτα με! Κοίτα μεεεεεεεε…». Η απάντηση του Στέφανου ήρθε αμέσως και ήταν όπως πάντα λιγότερο εκδηλωτική και πιο ρεαλιστική: «Δεν ξέρω αν είναι το σωστό, όμως ο χρόνος θα το δείξει». Το βράδυ εκείνο είχε τελειώσει με το μήνυμα της Νάντιας, που αυτή τη στιγμή ο Στέφανος σιγοδιάβαζε χωμένος στην πολυθρόνα του: «Μη φοβάσαι τίποτα. Όλα μια μέρα θα γίνουν καλύτερα. Θα το δεις! Σε λατρεύω! Για πάντα μαζί». Για πάντα μαζί…ψέλλισε ξανά, σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος από ώρα. Πολλές φορές είχε ντραπεί στη ζωή του γιατί έπιανε την ψυχή του να μην τολμάει. Τώρα έβλεπε καθαρά τις θαμπωμένες θύμησες να στερεώνονται, να ανεβαίνουν οι βουλιαγμένες χαρές και οι πίκρες να μετατοπίζονται σε ελαφρότερο αγέρα και τελικά να γίνονται παραμύθι.
- «Αφεντικό;», ψυθίρισε το ρολόι, αλλά κατάλαβε αμέσως ότι ο Στέφανος είχε αποκοιμηθεί στην μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα…


**περισσότερα αποσπάσματα: